Παρακολούθηση ασθενών με υπέρταση (διάγνωση, φαρμακευτική θεραπεία).
Για την αξιολόγηση και την αντιμετώπιση των παραπάνω περιπτώσεων η κλινική εξέταση συμπληρώνεται με τη διενέργεια ηλεκτροκαρδιογραφήματος, triplex (υπερηχογραφήματος) καρδιάς, δοκιμασίας κόπωσης και την τοποθέτηση συσκευών καταγραφής του καρδιακού ρυθμού ή/και της αρτηριακής πίεσης.
Το ιατρείο διαθέτει όλα τα σύγχρονα μηχανήματα (πιστοποιημένα με CE) για μια πλήρη διερεύνηση και παρακολούθηση.
Ο ιατρός είναι πιστοποιημένος στον ΕΟΠΠΥ.
Συνταγογραφεί ηλεκτρονικά φάρμακα (σε απλές ή επαναλαμβανόμενες συνταγές) και εξετάσεις (αιματολογικές και απεικονιστικές ) για όλα τα ασφαλιστικά ταμεία.
Είναι επίσης συμβεβλημένος με ταμεία στρατού (ΓΕΣ-ΓΕΝ-ΓΕΑ-ΛΙΜΕΝIKΟ) και ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες .
Η κλινική εξέταση και η συνταγογράφηση του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος , καθώς και των μελών οικογενειών στρατιωτικών , γίνεται με το βιβλιάριο υγείας, χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.
Το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) είναι η πιο απλή, γρήγορη, ανώδυνη και οικονομική καρδιολογική εξέταση που καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα των μυών της παλλόμενης καρδιάς.
Ηλεκτροκαρδιογράφημα ονομάζεται η μη επεμβατική καρδιολογική εξέταση κατά την οποία καταγράφονται σε ειδικό χαρτί, με τη βοήθεια ηλεκτροδίων και μεταλλικών πλακών, ηλεκτρικά δυναμικά (=ρεύματα) που φθάνουν στην επιφάνεια του σώματος και προέρχονται από την καρδιά.
Ο Γουίλεμ Αϊντχόβεν (Willem Einthoven) ανακάλυψε τις αρχές καταγραφής και ερμηνείας του ΗΚΓ από το 1893, κερδίζοντας το Νομπέλ ιατρικής το 1924.
Η ονομασία του προέρχεται από την ελληνική γλώσσα προδίδοντας τις αρχές της λειτουργίας του. Ήλεκτρο=ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδίας, Καρδιο=καρδιά Γράφος=καταγραφή.
Στο πλαίσιο του προληπτικού ελέγχου καρδιαγγειακών νοσημάτων για την διαπίστωση ,ισχαιμίας του μυοκαρδίου, παλαιότερου εμφράγματος, υπερτροφίας των καρδιακών κοιλοτήτων, αρρυθμιών, και μεταβολικών διαταραχών.
Για την παρακολούθηση της εξέλιξης της καρδιαγγειακής νόσου (Στεφανιαία Νόσος , Υπερτασική Καρδιοπάθεια, Αρρυθμία) και της ανταπόκρισης στην χορηγούμενη φαρμακευτική αγωγή .
Σε αιφνίδια εμφάνιση συμπτωμάτων όπως: θωρακικό άλγος, δύσπνοια, ζάλη, επεισόδιο απώλειας συνείδησης, αίσθημα παλμών -αρρυθμίας, αίσθημα ταχυκαρδίας .
Κατά τη διαδικασία του προεγχειρητικού ελέγχου, σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση.
Κατά τη διαδικασία του προαθλητικού ελέγχου, πριν την συμμετοχή σε πρόγραμμα συστηματικής άσκησης- άθλησης.
Για την έγκαιρη αναγνώριση της αρνητικής επίδρασης διαφόρων φαρμακευτικών ουσιών στη λειτουργία της καρδιάς.
Η εξέταση γίνεται με την τοποθέτηση ειδικών «καλωδίων» που το μεταλλικό τους άκρο (ηλεκτρόδιο) σταθεροποιείται στο δέρμα με ένα ανώδυνο μηχανισμό «βεντούζας».
Συνολικά χρησιμοποιούνται δέκα ηλεκτρόδια (στα άνω και κάτω άκρα καθώς και στο θωρακικό τοίχωμα). Κάθε ένα από τα ηλεκτρόδια "βλέπει" την καρδιά από την δική του οπτική γωνία.
Συνήθως η εξέταση δεν διαρκεί περισσότερο από πέντε λεπτά.
Πρόκειται για μία σύγχρονη, απλή και μη επεμβατική καρδιολογική εξέταση ικανή να σώζει εκατομμύρια ζωές καθημερινά, εντοπίζοντας πιθανή καρδιαγγειακή νόσο ή ανωμαλία.
Το υπερηχοκαρδιογράφημα (ή αλλιώς Triplex Καρδιάς όπως ονομάζεται) αποτελεί σημαντική ιατρική εξέταση που πραγματοποιείται από καρδιολόγο με σκοπό τη μελέτη της δομής και της λειτουργιάς της καρδιάς. Η εξέταση γίνεται με κατάλληλη συσκευή (σταθερή ή φορητή) η οποία εκπέμπει υπερήχους και μπορεί να αναλύσει το σήμα που λαμβάνει από τις καρδιακές δομές και να το μετατρέψει σε εικόνα.
Η εξέταση παραγγέλνεται από τον ιατρό όταν υπάρχει υποψία για παρουσία καρδιαγγειακής πάθησης.
Το τρίπλεξ καρδιάς πραγματοποιείται στο ιατρείο του καρδιολόγου σε κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο με χαμηλό φωτισμό.
Δε χρειάζεται κάποια ειδική προετοιμασία πριν από την εξέταση, αλλά θα σας ζητηθεί να βγάλετε τα ρούχα σας από τη μέση και πάνω και να ξαπλώσετε ανάσκελα ή στο αριστερό πλάι.
Χρησιμοποιείται ένα ειδικό ζελέ στο θώρακα που βελτιώνει τη μετάδοση των υπερηχητικών κυμάτων.
Ο ιατρός μετακινεί ένα μορφοτροπέα πάνω στον θώρακα στην περιοχή όπου απεικονίζεται η καρδιά σας. Παρόλο που είναι μια αναίμακτη και συνήθως ανώδυνη τεχνική, ο μορφοτροπέας πρέπει να πιέζεται στο θώρακα. Αυτή η πίεση μπορεί να είναι λίγο ενοχλητική, ειδικά πάνω από τα θωρακικά πλευρά. Ο μορφοτροπέας συνδέεται με ένα καλώδιο στην οθόνη και σε άλλα ηλεκτρονικά συστήματα.
Ο ιατρός θα σας ζητήσει να εκπνεύσετε και να κρατήσετε την αναπνοή σας γιατί ο αέρας στους πνεύμονες μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα της εικόνας. Ο ιατρός θα μετακινήσει το μορφοτροπέα σε διάφορα σημεία του θώρακα για να δει την καρδιά από διαφορετικές γωνίες.
Η εξέταση διαρκεί από 15 λεπτά μέχρι και περισσότερο από μία ώρα, ανάλογα με το καρδιαγγειακό ιστορικό του εξεταζόμενου και το τι θέλει να εντοπίσει ο γιατρός.
Η ηλεκτροκαρδιογραφική (ΗΚΓ) δοκιμασία κοπώσεως αποτελεί την πιο απλή και αναίμακτη διαγνωστική μέθοδο για την ανίχνευση και παρακολούθηση της ισχαιμίας του μυοκαρδίου οφειλόμενης κυρίως σε στεφανιαία νόσο.
Ως δοκιμασία κοπώσεως ορίζεται :η εκτέλεση ελεγχόμενης σωματικής άσκησης από τον εξεταζόμενο και η συνεχής ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση αυτού σε οθόνη κατά τη διάρκεια της εξέτασης και μετά το τέλος αυτής.
Η δοκιμασία κόπωσης γίνεται συχνά για να διαφωτίσει το γιατρό σε περίπτωση ανεξήγητων πόνων του ασθενούς στο στήθος.
Επίσης, για να ξέρει ένας ασθενής πόσο αντέχει η καρδιά του στην άσκηση όταν έχει προηγηθεί κάποια καρδιολογική επέμβαση.
Αφού ο εξεταζόμενος συνδεθεί με τα καλώδια, λαμβάνεται ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα σε ύπτια θέση, σε όρθια θέση και σε υπεραερισμό (ζητούμε από τον εξεταζόμενο να πάρει για λίγο γρήγορες και βαθιές ανάσες). Κάθε φορά που παίρνεται ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα γίνεται και μια μέτρηση της αρτηριακής πίεσης.
Στη συνέχεια ο εξεταζόμενος ανεβαίνει στον κυλισμένο τάπητα.
Κυλιόμενος τάπητας: είναι η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη μέθοδος επειδή μιμείται μια φυσιολογική δραστηριότητα, δηλαδή το βάδισμα, οπότε μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί από τον εξεταζόμενο.
Ο κυλιόμενος τάπητας είναι ένας μηχανικά κινούμενος τάπητας. Ανάλογα με το πρωτόκολλο που χρησιμοποιείται, η κλίση και η ταχύτητα του κυλιόμενου τάπητα αυξάνονται σταδιακά κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας κοπώσεως.
Η στεφανιαία νόσος στα αρχικά της στάδια μερικές φορές δεν προκαλεί ενοχλήματα στον ασθενή. Εκτός αυτού, ο συνήθης απλός διαγνωστικός έλεγχος (check-up) που περιλαμβάνει κλινική εξέταση, αιματολογικές εξετάσεις, ακτινογραφία θώρακος και απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα σε ηρεμία, επίσης δεν αποκαλύπτει αυτή την πάθηση στα αρχικά της στάδια.
Γι' αυτόν τον σκοπό πραγματοποιείται η δοκιμασία κοπώσεως, κατά τη διάρκεια της οποίας λόγω της σωματικής άσκησης η καρδιά αναγκάζεται να αντεπεξέλθει σε δυσκολότερο έργο απ' ό,τι στην καθημερινή ζωή, έργο όμως που μια φυσιολογική καρδιά μπορεί να το φέρει άνετα εις πέρας.
Έτσι, εφόσον πράγματι υπάρχει στεφανιαία νόσος, αποκαλύπτεται η αδυναμία της καρδιάς να εκτελέσει το έργο που της ζητείται, γεγονός που γίνεται αντιληπτό από τον ασθενή, ο οποίος εμφανίζει στηθάγχη (δηλαδή χαρακτηριστικό πόνο στο στήθος που δηλώνει στεφανιαία νόσο) ή άλλα συμπτώματα ισχαιμίας, ή/και από τον γιατρό, που βλέπει σταδιακά να μεταβάλλεται το ηλεκτροκαρδιογράφημα καθώς συνεχίζεται η άσκηση και να γίνεται από φυσιολογικό παθολογικό.
Έτσι μπορεί να διαγνωστεί αυτή η νόσος εγκαίρως. Η εξέταση συνιστάται εντόνως σε άτομα χωρίς συμπτώματα που όμως έχουν αυξημένο κίνδυνο να πάσχουν από στεφανιαία νόσο, λόγω ύπαρξης προδιαθεσικών παραγόντων, οι κυριότεροι εκ των οποίων είναι το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η αύξηση της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων, ο σακχαρώδης διαβήτης, το βεβαρημένο κληρονομικό ιστορικό, το έντονο άγχος και η υπέρταση.
Εκτός αυτού, η δοκιμασία κόπωσης βοηθά και σε άλλες περιπτώσεις όπως:
Η δοκιμασία κόπωσης σε ασθενείς με στεφανιαiα νόσο χρησιμοποιείται για τη διάγνωση, την πρόγνωση και την εκτίμηση της θεραπευτικής αγωγής.
Σκοπός της δοκιμασίας κόπωσης είναι να επιτευχθεί από τον ασθενή, με βάση πίνακες που ισχύουν διεθνώς, η μέγιστη για την ηλικία και το φύλο καρδιακή συχνότητα (μέγιστη δοκιμασία κόπωσης).
Όταν ο ασθενής φθάσει το 85% της προβλεπόμενης μέγιστης καρδιακής συχνότητας, η δοκιμασία ονομάζεται υπομέγιστη.
Η δοκιμασία διακόπτεται αν ο ασθενής συμπληρώσει το πρωτόκολλο, παρουσιάσει στηθαγχικό πόνο, πτώση της αρτηριακής πίεσης, ζάλη ή σκοτοδίνη, σημαντικές ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλαγές , καθώς και αδυναμία περαιτέρω άσκησης λόγω μυοσκελετικών προβλημάτων.
Φυσιολογική ή αρνητική δοκιμασία κοπώσεως θεωρείται η δοκιμασία κατά την οποία δεν παρατηρούνται ουσιώδεις μεταβολές στο ηλεκτροκαρδιογράφημα ή συμπτώματα που να μοιάζουν με στηθάγχη.
Παθολογική ή θετική δοκιμασία κοπώσεως θεωρείται η δοκιμασία κατά την οποία παρατηρούνται ηλεκτροκαρδιογραφικές μεταβολές που είναι ενδεικτικές ισχαιμίας του μυοκαρδίου ή συμπτώματα πολύ ύποπτα ή τυπικά για στηθάγχη (στηθαγχικός πόνος ή δύσπνοια που μπορεί να είναι ισοδύναμη στηθάγχης).
Λαμβάνονται σοβαρά υπόψη: η τυχόν εμφάνιση αρρυθμιών που αξιολογούνται όταν συνοδεύουν τα ανωτέρω συμπτώματα ή όταν εμφανιστούν πρώιμα. Επίσης, αξιολογούνται η μη αύξηση της αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής συχνότητας (δυσμενή προγνωστικά σημεία για τον εξεταζόμενο) και η κακή ανοχή στην κόπωση.
Η συχνότητα των επιπλοκών από τη δοκιμασία κόπωσης είναι πάρα πολύ μικρή και εξαρτάται από τη βαρύτητα της υποκείμενης νόσου. Οι επιπλοκές αυτές μπορεί να είναι υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, έκτακτες κοιλιακές συστολές, κοιλιακή ταχυκαρδία ή μαρμαρυγή, έμφραγμα του μυοκαρδίου ή και θάνατος (1:10.000). Η δοκιμασία πρέπει να γίνεται κάτω από την επίβλεψη γιατρού και στο εργαστήριο της δοκιμασίας κόπωσης να υπάρχουν απινιδωτής, οθόνη για την παρακολούθηση και καταγραφή του καρδιακού ρυθμού και γενικά, ότι είναι απαραίτητο για καρδιοαναπνευστική ανάνηψη.
Η δοκιμασίας κόπωσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς απόλυτη ένδειξη και για τα υγιή άτομα προκειμένου να διαγνωστούν ορισμένες καταστάσεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία αυτών στο μέλλον.
Η δοκιμασία κοπώσεως μπορεί να οδηγήσει το ιατρό σε κάποια αρχικά συμπεράσματα για την μετέπειτα εξέλιξη της υγείας ενός ατόμου, που δεν παρουσιάζει στην παρούσα φάση συμπτώματα καρδιακών παθήσεων.
Υγιή άτομα, που εμφανίζουν μικρή χρονική διάρκεια άσκησης ή έκτακτες κοιλιακές συστολές, έχει βρεθεί ότι έχουν μεγαλύτερη θνητότητα αλλά και μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν στο μέλλον από καρδιοαγγειακές παθήσεις.
Έτσι η δοκιμασία κόπωσης μπορεί να έχει περισσότερο προληπτικό χαρακτήρα και λιγότερο διαγνωστικό. Τα αποτελέσματα της μπορούν να βοηθήσουν τους ιατρούς να κατανοήσουν ποιοι ασθενείς έχουν ανάγκη από συστηματική επιτήρηση στο μέλλον.
Το Holter ρυθμού είναι μία ηλεκτρονική συσκευή, μικρών διαστάσεων , που καταγράφει το ηλεκτροκαρδιογράφημα του εξεταζομενου για 24 ή 48 ώρες, σε συνθήκες καθημερινής δραστηριότητας.
Πρόκειται για ηλεκτρονική συσκευή μικρού μεγέθους, από την οποία εξέρχεται μια δεσμίδα 5-7 καλωδίων τα οποία καταλήγουν στους αντίστοιχους ακροδέκτες. Οι τελευταίοι με ειδικά αυτοκόλλητα προσαρμόζονται σε συγκεκριμένες θέσεις στο θώρακα του ασθενούς . Η συσκευή με μία ειδική ζώνη προσδένεται στη μέση συνήθως του ασθενούς. Ο ασθενής, με τη συσκευή να καταγράφει το ηλεκτροκαρδιογράφημά του, πραγματοποιεί τις καθημερινές του δραστηριότητες. Παράλληλα μπορεί να κρατάει σημειώσεις σχετικά με την ώρα που έκανε κάποιο περίπατο ή που ένιωσε κάποιο σύμπτωμα. Κατά την ανάγνωση της καταγραφής ο καρδιολόγος εντοπίζει ακριβώς τη στιγμή που ο ασθενής ένιωσε το σύμπτωμα και αξιολογεί το αν αυτό προκλήθηκε από την καρδιά του ασθενούς ή όχι.
Οι αρρυθμίες μπορεί να προκαλέσουν αίσθημα παλμών (χτύπων στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα), ζάλη, ατονία, αίσθημα αφανισμού, σκοτοδίνη, λιποθυμικό επεισόδιο. Με την χρήση του Holter ρυθμού μας δίνεται η δυνατότητα να καταγράψουμε από μία αθώα εκτακτοσυστολική αρρυθμία , έως μια πιο σύμπλοκη αρρυθμία που χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση και θεραπεία.
Ιδιαίτερη σημασία έχει ο εντοπισμός των επεισοδίων επικίνδυνων αρρυθμιών σε ασθενείς που έχουν περάσει έμφραγμα του μυοκαρδίου ή που έχουν χειρουργηθεί για συγγενείς καρδιοπάθειες στην παιδική τους ηλικία. Η προσφορά του Holter ρυθμού και στις δύο κατηγορίες ασθενών είναι σημαντική λόγω της δυνατότητας που δίνει για την πρόληψη του αιφνιδίου θανάτου. Και σε αυτούς τους ασθενείς η εξέταση θα έπρεπε να επαναλαμβάνεται κατ’έτος.
Αν εντοπιστούν ενδείξεις ισχαιμίας κατά την εξέταση είναι ένα αξιόπιστο εύρημα.
Αν όμως δεν εντοπιστεί ισχαιμία σε καμιά περίπτωση δεν βγαίνει διάγνωση ότι ο ασθενής είναι υγιής. Στην περίπτωση αυτή αν υπάρχει ισχυρή υποψία γίνεται διαστρωμάτωση κινδύνου του ασθενούς και κατόπιν επιλέγεται η κατάλληλη εξέταση για τη διερεύνησή του.
Το holter ρυθμού επιβάλλεται για την διερεύνηση και πρόληψη των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 20% των εγκεφαλικών επεισοδίων (κρυπτογενή εγκεφαλικά) , σε υπερτασικούς ασθενείς ηλικίας άνω των 70 ετών, οφείλονται σε υποκλινικά επεισόδια κολπικής μαρμαρυγής (που δεν γίνονται αντιληπτά από τον ασθενή).
Πρέπει να τονιστεί ότι πολλά από τα επεισόδια που κοστίζουν τη ζωή ή προκαλούν μόνιμη αναπηρία στους ασθενείς θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί με μια ανώδυνη εξέταση όπως είναι το Holter ρυθμού.
Με το Ηοlter ρυθμού μας δίνεται η δυνατότητα ελέγχου της διακύμανσης της καρδιακής συχνότητας και του καρδιακού ρυθμού , τροποποιώντας αν χρειαστεί την αντιαρρυθμική ή βραδυκαρδιακή αγωγή που χορηγούμε στον ασθενή, με στόχο την βέλτιστη θεραπεία.
Πρόκειται για ένα φορητό ηλεκτρονικό πιεσόμετρο το οποίο μετράει κάθε μισή ώρα συνήθως την αρτηριακή πίεση του ασθενή και έχει το πλεονέκτημα ότι όλες οι μετρήσεις καταχωρούνται αυτόματα σε ένα ειδικό «καταγραφικό», επιτρέποντας την ανάλυση στο ιατρείο.
Αποτελείται από την περιχειρίδα και από μία συσκευή καταγραφής των τιμών της αρτηριακής πιέσεως , που φοράει ο ασθενής συνήθως στην ζώνη του.
Η εφαρμογή της τεχνικής αυτής παρέχει τη δυνατότητα πολλαπλών μετρήσεων της πίεσης μακριά από το «στρεσογόνο» περιβάλλον του ιατρείου. Έτσι αποκτάται πλήρης εικόνα της πίεσης στις συνηθισμένες συνθήκες μιας εργάσιμης μέρας, κατά τη διάρκεια της εργασίας, στο σπίτι και τον ύπνο. Επίσης μπορεί να διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα της αντιϋπερτασικής αγωγής που λαμβάνει ο ασθενής καθώς και να διαγνωσθούν καταστάσεις όπως η υπέρταση της λευκής μπλούζας, η κρυφή υπέρταση κ.α.
Το holter πιέσεως συστήνεται όταν υπάρχει:
Στην τακτική παρακολούθηση της λειτουργίας του βηματοδότη γίνονται αρχικά απλές εξετάσεις όπως είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το υπερηχοκαρδιογράφημα, καθώς και η δοκιμασία με μαγνήτη.
Ένας πολύ απλός έλεγχος μπορεί να γίνεται και από τον ίδιο τον ασθενή ελέγχοντας περιοδικά τους παλμούς του, οι οποίοι δεν πρέπει να είναι κάτω από αυτούς που προγραμματίστηκαν κατά την εμφύτευση ή τον τελευταίο έλεγχο.
Μια αδρή και σημαντική μορφή ελέγχου της σωστής λειτουργίας του βηματοδότη επιτυγχάνεται με την δοκιμασία με μαγνήτη . Η εφαρμογή μαγνήτη προκαλεί προσωρινά βηματοδότηση σταθερής συχνότητας ,χωρίς να υπάρχει αίσθηση των αυτοχθονων συστολών από τον βηματοδότη. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη όταν κατά τη στιγμή της εξέτασης υπάρχει αυτόχθονος καρδιακός ρυθμός που αναστέλλει τη λειτουργία του βηματοδότη.
Κατά τη δοκιμασία με μαγνήτη ο βηματοδότης χορηγεί ηλεκτρικά ερεθίσματα (spike) με σταθερή συχνότητα με βάση τον αρχικό προγραμματισμό του βηματοδότη. Τη συχνότητα αυτή είναι χρήσιμο να τη γνωρίζουμε εκ των προτέρων , προκειμένου να εξάγονται σωστά συμπεράσματα για τη λειτουργική κατάσταση του βηματοδότη. Τα spike που χορηγεί ο βηματοδότης κατά την εφαρμογή μαγνήτη ,πρέπει να έχουν σταθερή συχνότητα και να προκαλούν εκπόλωση του κοιλιακού μυοκαρδίου .
Υπάρχουν και οι ειδικές συσκευές με τις οποίες είναι δυνατός ο αναλυτικός έλεγχος του βηματοδότη τηλεμετρικά, απλώς τοποθετώντας στο δέρμα πάνω από τον βηματοδότη έναν ειδικό ανιχνευτή. Αυτή η λειτουργία παρέχει ακριβή στοιχεία για το βηματοδότη, όπως το επίπεδο φόρτισης της μπαταρίας και την κατάσταση των καλωδίων. Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να ρυθμιστούν και να αλλάξουν ανάλογα με τις ανάγκες οι παράμετροι της λειτουργίας του βηματοδότη, όπως η βασική συχνότητα, τα φυσικά χαρακτηριστικά του ηλεκτρικού ερεθίσματος κ.λπ. Ο έλεγχος θα πρέπει να γίνεται το λιγότερο 1-2 φορές τον χρόνο ή νωρίτερα, αν παρουσιαστούν κάποια συμπτώματα.
Ο Καρδιολογικός έλεγχος προτείνεται να γίνεται πριν από κάθε εγκυμοσύνη ή στην αρχή αυτής, είτε πρόκειται για φυσιολογική είτε για υποβοηθούμενη.
Η περίοδος της κυοφορίας και η γέννηση του παιδιού επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό το καρδιαγγειακό σύστημα της γυναίκας.
Υπολογίζεται ότι καρδιακή νόσος υπάρχει στο 1% των εγκύων γυναικών.
Η μεγαλύτερη ηλικία των εγκύων γυναικών σήμερα και η αυξημένη συχνότητα καπνίσματος καθιστά τη στεφανιαία νόσο, σπάνια, αλλά και υπαρκτή αιτία καρδιοπάθειας στην κύηση. Η μυοκαρδιοπάθεια της λοχείας, η διατατική μυοκαρδιοπάθεια και λιγότερο η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια αποτελούν επίσης καρδιολογικά προβλήματα στην κύηση.
Ορισμένες λεπτομερείς εξετάσεις κρίνονται απαραίτητες όχι μόνο για να ελεγχθεί η ομαλή προσαρμογή του οργανισμού, αλλά και για να ανιχνευτούν τυχόν άγνωστα προβλήματα.
Μέτρηση Αρτηριακής Πίεσης για τον αποκλεισμό Αρτηριακής υπέρτασης της Εγκύου: Ως υπέρταση στην κύηση χαρακτηρίζεται η αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης κατά 30 mmHg και της διαστολικής κατά 15 mmHg συγκριτικά με τις τιμές τους πριν από την 20ή εβδομάδα κύησης. Όταν δεν είναι γνωστή η τιμή της αρτηριακής πίεσης πριν από την κύηση, τιμές μεγαλύτερες από 140/90 mmHg θεωρούνται παθολογικές.
Κλινική εξέταση: γίνεται ακρόαση της καρδιάς και των πνευμόνων. Βεβαιωνόμαστε ότι δεν υπάρχουν καρδιακά φυσήματα, οιδήματα στα κάτω άκρα.
Ηλεκτροκαρδιογράφημα: αναζητούμε πιθανές διαταραχές στον καρδιακό ρυθμό. Επίσης αν υπάρχουν ενδείξεις υπερτροφίας της αριστερής ή της δεξιάς κοιλίας της καρδιάς . Τέλος, ελέγχουμε αν υπάρχει κάποιο σύνδρομο που να προδιαθέτει στην εμφάνιση ταχυκαρδιών ή αρρυθμιών.
Έγχρωμο υπερηχογράφημα καρδιάς (triplex): Ελέγχουμε τα τοιχώματα της καρδιάς (προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι δεν παρατηρείται υπερτροφία) και των καρδιακών βαλβίδων (για να αποκλειστούν παθήσεις των βαλβίδων-στενώσεις και ανεπάρκειες). Γίνεται επίσης έλεγχος της συσπαστικότητας του μυοκαρδίου και της δομής των καρδιακών κοιλοτήτων και αποκλεισμός των συγγενών καρδιοπαθειών.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών με καρδιοπάθειες δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα στη διάρκεια της κύησης και θα πρέπει να αποφεύγεται η δημιουργία άγχους και ανασφάλειας.
Σε ένα όμως μικρό ποσοστό αυτών, ο κίνδυνος νοσηρότητας ή και θνητότητας τόσο για τη μητέρα όσο και για το το έμβρυο είναι σοβαρός.Σε μία τετοια περίπτωση σας ενημερώνουμε για τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων και σας παρέχουμε τις κατάλληλες συμβουλές και οδηγίες .
Ο σφυροβραχιόνιος δείκτης θεωρείται σήμερα ως ένας από τους ευρύτερα διαθέσιμους δείκτες αθηροσκλήρωσης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του καρδιαγγειακού κινδύνου ενός ατόμου.
O σφυροβραχιόνιος δείκτης είναι επίσης ένα διαγνωστικό εργαλείο για τη διάγνωση της Περιφερικής Αρτηριακής Νόσου (ΠΑΝ) των κάτω άκρων.
Αυτή η διπλή ιδιαιτερότητα αναδεικνύει την σημαντικότητα του δείκτη , είτε πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως μία εξέταση επιβεβαίωσης της Περιφερικής Αρτηριακής Νόσου (ΠΑΝ) μετά από κλινική υποψία, είτε ως εξέταση εκτίμησης του καρδιαγγειακού κινδύνου σε ασυμπτωματικά άτομα ελεύθερα κλινικής καρδιαγγειακής νόσου.
Πρόκειται για τον λόγο (πηλίκο) της συστολικής πίεσης του αίματος στον αστράγαλο προς την πίεση του βραχίονα (ankle – brachial index, ABI)
Η μέτρηση του δείκτη έχει εδραιωθεί στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και την ιατρική του καρδιαγγειακού συστήματος.
Η συστολική αρτηριακή πίεση (ΣΑΠ) είναι μεγαλύτερη στον αστράγαλο απ’ ότι στον βραχίονα.
Η κυματομορφή της αρτηριακής πίεσης ενισχύεται καθώς ταξιδεύει περιφερικά από την καρδιά, με αποτέλεσμα την προοδευτική αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης και τη μείωση της διαστολικής πίεσης.
H τεχνική προσδιορισμού της πίεσης είναι σύντομη (διαρκεί συνήθως λιγότερο από 15 λεπτά).
Βασίζεται στη χρήση μιας συνεχούς κύματος συσκευής Doppler και τον προσδιορισμό της επανεμφάνισης της ροής του αίματος κατά το αργό ξεφούσκωμα της περιχειρίδας του πιεσόμετρου που έχει τοποθετηθεί πάνω από τον αστράγαλο (βλ. εικόνα). Ο ασθενής πρέπει να έχει ξεκουραστεί τουλάχιστον 5-10 λεπτά, να μην έχει καπνίσει τουλάχιστον 2 ώρες πριν την εξέταση και να είναι ξαπλωμένος.
Ο σφυροβραχιόνιος δείκτης θα πρέπει να καθορίζεται για κάθε πόδι ξεχωριστά κατά τη διάρκεια της διάγνωσης και αξιολόγησης της περιφερικής αρτηριακής νόσου.
Οι “φυσιολογικές τιμές” του ABI κυμαίνονται από 1,10 έως 1,40.
Θεωρείται ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος αυξάνεται όσο ο ΑΒΙ πέφτει κάτω από το 1,10 ή αυξάνεται πάνω από το 1,40.
Στην τελευταία περίπτωση, οι αρτηρίες στους αστραγάλους μπορούν να θεωρηθούν ως “αφύσικα σκληρές”, συνήθως λόγω της παρουσίας ασβεστώσεων. Αυτή η κατάσταση εμποδίζει την ακριβή εκτίμηση της προσβεβλημένης αρτηρίας, ενώ εκτιμάται ότι σε 50% αυτών των περιπτώσεων υπάρχει αποφρακτική νόσος, η οποία χρήζει διερεύνησης με άλλες τεχνικές (π.χ. απεικονιστικές μεθόδους).
Ασθενείς με κλινικά εγκατεστημένη καρδιαγγειακή νόσο που έχουν χαμηλό ΑΒΙ παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο σε σύγκριση με ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο και φυσιολογικό ΑΒΙ.
Συμπερασματικά ως ένας από τους φθηνότερους και πλέον διαθέσιμους δείκτες αθηροσκλήρωσης, η μέτρηση του σφυροβραχιόνιου δείκτη ΑΒΙ είναι μια ιδιαίτερα χρήσιμη μέθοδος για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου στην πρωτοβάθμια περίθαλψη.
Ο προαθλητικός καρδιολογικός έλεγχος σε όλες τις ηλικίες έχει προσλάβει μεγάλη έκταση τα τελευταία χρόνια, κυρίως εξ αιτίας της μεγάλης δημοσιότητας περιστατικών αιφνίδιου θανάτου στην άθληση.
Ο αιφνίδιος θάνατος στη διάρκεια αθλητικής δραστηριότητας ή και γενικότερα φυσικής άσκησης αποτελεί ένα σπάνιο (1:100000 αθλητές ανά έτος) αλλά ιδιαίτερα τραγικό γεγονός, καθώς αφορά συνήθως άτομα νεαρής ηλικίας και σε άριστη φυσική κατάσταση.
Ο προαθλητικός έλεγχος έχει σαν πρώτο στόχο την πρόληψη του αιφνίδιου θανάτου στη διάρκεια σωματικής άσκησης. Επίσης όμως σκοπός του είναι και η διάγνωση παθολογικών καταστάσεων που δεν αποκλείουν την πλήρη ή με περιορισμούς αθλητική δραστηριότητα, αλλά απαιτούν ειδικές προφυλάξεις και παρακολούθηση.
Όπου υπάρχουν ενδείξεις πιθανής καρδιακής νόσου ο έλεγχος θα πρέπει να συμπληρώνεται με Δοκιμασία Κόπωσης και καταγραφή Holter.
Οι κατ' οίκον επισκέψεις γίνονται σε ασθενείς με κινητικά προβλήματα ή κλινήρεις . Σε κάθε επίσκεψη πραγματοποιείται πλήρης κλινική εξέταση με ηλεκτροκαρδιογράφημα, ενώ υπάρχει η δυνατότητα παλμικής οξυμετρίας καθώς και τοποθέτησης holter ρυθμού ή αρτηριακής πιέσεως στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο. Υπάρχει η δυνατότητα χρησιμοποίησης φορητού υπερηχοκαρδιογράφου κατόπιν συνεννόησης.